- γυροβολιά
- (oyunda) dönüş
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
γυροβολιά — η [γυροβολώ] 1. πορεία με περιστροφές 2. τρέξιμο σε κυκλικό στίβο 3. περιστροφική κίνηση τού χορευτή ενώ στηρίζεται όρθιος στο άκρο τού ενός ποδιού 4. κύκλος που συντελείται από την αλυσίδα τών χορευτών 5. τιναγμός τού αντιπάλου στην πάλη, ώστε… … Dictionary of Greek
γυροβολιά — η 1. περιστροφή, γύρος. 2. περιστροφή στο χορό: Ήρθα στο κέφι και σηκώθηκα να κάνω μια γυροβολιά. 3. (στην πάλη), περιστροφικό τίναγμα του αντιπάλου: Τον έριξε στο χώμα με δυο γυροβολιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)